ακελάδητος

ακελάδητος
-η, -ο (και ακελάιδητος, -η, -ο) [κελαηδώ]
1. ο νεοσσός που δεν έχει αρχίσει ακόμη να κελαηδάει
2. το πουλί που δεν κελαηδάει, που δεν είναι ωδικό
3. αυτός που δεν υμνήθηκε, ατραγούδιστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακελάδητος — ακελάδητος, η, ο και ακελάηδητος, η, ο 1. αυτός που δεν κελάδησε: Το καναρίνι μας είναι ακόμη ακελάδητο. 2. αυτός που δεν επαινέθηκε, δεν υμνήθηκε: Τα κατορθώματά του δεν έμειναν για πολύ ακελάδητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”